λάτρῃ

λάτρῃ
λάτρηι , λάτρις
hired servant
fem dat sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • ανασκαφέας — ο αυτός που ανασκάπτει, που ενεργεί ανασκαφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανασκάπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον δημοσιογράφο Ικέσιο Λάτρη] …   Dictionary of Greek

  • ανθελληνικός — ή, ό αυτός που διάκειται ή ενεργεί εχθρικά προς τους Έλληνες, αυτός που βλάπτει τα συμφέροντά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντί* + ελληνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον δημοσιογράφο Ικέσιο Γ. Λάτρη] …   Dictionary of Greek

  • ατμήρης — ες ατμήλατος, ατμοκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + ήρης < αραρίσκω (πρβλ. λογχήρης, χαλκήρης). Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικέσιο Λάτρη] …   Dictionary of Greek

  • γυναικοδουλεία — η δουλεία τών γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + δουλεία Η λ. μαρτυρείται στον Ικέσιο Λάτρη] …   Dictionary of Greek

  • εξαχρείωση — η η αλλοίωση των ηθών, τών ανθρώπων κ.λπ. ώστε να καταστούν αχρεία, η διαφθορά («ηθική, πολιτική εξαχρείωση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαχρειώνω. Η λ. στον λόγιο τ. εξαχρείωσις μαρτυρείται στον Ικέσιο Λάτρη] …   Dictionary of Greek

  • εξυβριστικός — ή, ό αυτός που γίνεται για εξύβριση, προσβλητικός («εξυβριστικό δημοσίευμα»)· [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικέσιο Γ. Λάτρη] …   Dictionary of Greek

  • καταστρεπτικός — ή, ό και καταστρεφτικός, ή, ό αυτός που καταστρέφει, που προξενεί καταστροφή, ολέθριος, αφανιστικός. επίρρ... καταστρεπτικώς και ά (Α καταστρεπτικῶς) νεοελλ. με τρόπο ολέθριο, με τρόπο που προξενεί καταστροφή αρχ. σαν να είναι κάποιος ή κάτι στο… …   Dictionary of Greek

  • κρατίδιο — το 1. κράτος με μικρή έκταση 2. ομοσπονδιακό κράτος μέλος μιας ομόσπονδης πολιτείας («το κρατίδιο τής Έσης ανήκει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος + υποκορ. κατάλ. ίδιο*. Η λ., στον λόγιο τ. κρατίδιον,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”